κελευθήτης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A wayfarer, AP6.120 (Leon.: prob. -ίτης).
German (Pape)
[Seite 1414] ὁ, der Wanderer, Leon. Tar. 60 (VI, 120).
Greek (Liddell-Scott)
κελευθήτης: -ου, ὁ, ὁδοιπόρος, Ἀνθ. Π. 6. 120, πρβλ. κελευθοπόρος.
ου, ὁ,
A wayfarer, AP6.120 (Leon.: prob. -ίτης).
[Seite 1414] ὁ, der Wanderer, Leon. Tar. 60 (VI, 120).
κελευθήτης: -ου, ὁ, ὁδοιπόρος, Ἀνθ. Π. 6. 120, πρβλ. κελευθοπόρος.