ἐπιμανθάνω
English (LSJ)
A learn besides or after, opp. προμανθάνω, Th.1.138: c.inf., Hdt.1.131; εἰ . . Id.2.160.
German (Pape)
[Seite 960] (s. μανθάνω), dazu, danach lernen, Her. 1, 131. 2, 160; Ggstz προμανθάνω, Thuc. 1, 138; Xen. Oec. 10, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμανθάνω: μέλλ. -μᾰθήσομαι, μανθάνω προσέτι ἢ μετὰ ταῦτα, ἀντίθετον τῷ προμανθάνω, Θουκ. 1. 138· μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 131· εἰ.. ὁ αὐτ. 2. 160.