συνέμπτωσις

Revision as of 10:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A formal coincidence, [μέτρων] Sch.Heph.p.154 C.; σ. Σοφοκλεῖ καὶ Εὐριπίδῃ a coincidence (of language) between . ., Sch.Ar.Th. 21; σ. ἱστορική Ptol.Heph. ap. Phot.Bibl.p.148 B.    II in Gramm., similarity of form, A.D.Pron.52.5, al.; τόνου Id.Adv.155.13.

German (Pape)

[Seite 1014] ἡ, Zusammenfallen, -treffen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

συνέμπτωσις: ἡ, σύμπτωσις, μέτρων Λογγίνου Ἀποσπ. 3. 4· νοημάτων Εὐστ. Πονημ. 169. 79· ἢ οὖν ἐπίτηδες... ἢ συνέμπτωσις Σοφοκλεῖ καὶ Εὐριπίδῃ ἐγένετο, κατὰ σύμπτωσιν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 21· σ. ἱστορικὴ Πτολ. εἰς Φωτ. Βιβλ. 148, 25. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμματ., ὁμοιότης τύπου, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 57, κτλ.