ἀδηλοποιός
English (LSJ)
όν,
A making unseen, Sch.Il.2.455; φάρμακα Sch.E.Med.1201.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδηλοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ἢ καθιστῶν τινα ἤ τι ἀόρατον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 455, καὶ ἀλλ.
όν,
A making unseen, Sch.Il.2.455; φάρμακα Sch.E.Med.1201.
ἀδηλοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ἢ καθιστῶν τινα ἤ τι ἀόρατον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 455, καὶ ἀλλ.