στραβαλός
English (LSJ)
ὁ στρογγυλίας καὶ τετράγωνος ἄνθρωπος (Achaean), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
στραβαλός: «ὁ στρογγυλίας καὶ τετράγωνος ἄνθρωπος, Ἀχαιοὶ» Ἡσύχ., ἴδε προηγ.
ὁ στρογγυλίας καὶ τετράγωνος ἄνθρωπος (Achaean), Hsch.
στραβαλός: «ὁ στρογγυλίας καὶ τετράγωνος ἄνθρωπος, Ἀχαιοὶ» Ἡσύχ., ἴδε προηγ.