καρβάτιναι

From LSJ
Revision as of 10:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273

Greek (Liddell-Scott)

καρβάτιναι: -αἱ, ὑποδήματα ἐξ ἀκατεργάστου ἢ νεοδάρτου δέρματος, ἰδίως βοός, «τσαρούχια», Ξεν. Ἀν. 4. 5. 14, Ἀριστοτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 27 - τὰ crepiade carbatinae τοῦ Κατούλλου 98. 4. - Παρ' Ἡσυχ. δὲ καὶ καρπάτινον, τό, ὅπερ ἑρμηνεύει: «ἀγροικικὸν ὑπόδημα μονόδερμον», ὁ δὲ Πολυδ. Ζ΄, 88 ἔχει: «καρβατίνη, ἀγροικικὸν ὑπόδημα, κληθὲν ἀπὸ Καρῶν».