κρομμυοπώλης
German (Pape)
[Seite 1512] ὁ, Zwiebelhändler, Poll. 7, 198.
Greek (Liddell-Scott)
κρομμυοπώλης: -ου, ὁ, (πωλέω) ὁ πωλῶν κρόμμυα, Πολυδ. Ζ΄, 198.
[Seite 1512] ὁ, Zwiebelhändler, Poll. 7, 198.
κρομμυοπώλης: -ου, ὁ, (πωλέω) ὁ πωλῶν κρόμμυα, Πολυδ. Ζ΄, 198.