ἀποπλάσσομαι
English (LSJ)
Med., fut. -πλάσομαι, aor. -πλασάμην:—
A model or mould from a thing: hence, represent, model, portray, Plu.Aem.28, AP5.14 (Rufin.), 7.34 (Antip.Sid.), etc.; ἀ. πρᾶξιν Call.Fr.194.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπλάσσομαι: μέσ. πλάσσω τι καθ’ ὁμοίωσιν ἄλλου, ἀπομιμοῦμαι, ἐν δ’ Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δὴ τὸ πολυθρύλητον ἀναφθέγξασθαί φασιν ὡς τὸν Ὁμήρου Δία Φειδίας ἀποπλάσαιτο Πλουτ. Παῦλ. Αἰμίλ. 28, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 15., 7. 34, κτλ.· ἀπ. πρᾶξιν Καλλ. Ἀποσπ. 194.