θεοκατασκεύαστος
English (LSJ)
ον,
A made by God, ὕμνος Sch.Pi.O.3.11; gloss on θεότευκτον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1195] Erkl. von θεόδματος, Schol. Pind. Ol. 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
θεοκατασκεύαστος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἑρμ. τοῦ θεόδμητος, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ο. 3. 11. - Καθ’ Ἡσύχ. «θεότευκτος· θεοκατασκεύαστος».