δυσαρίθμητος
English (LSJ)
ον,
A hard to count up, App.BC2.73.
German (Pape)
[Seite 676] schwer zu zählen, App. B. Civ. 2, 73.
Greek (Liddell-Scott)
δυσᾰρίθμητος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀριθμούμενος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 73.
ον,
A hard to count up, App.BC2.73.
[Seite 676] schwer zu zählen, App. B. Civ. 2, 73.
δυσᾰρίθμητος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀριθμούμενος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 73.