ἀρχαΐζω
English (LSJ)
A to be old-fashioned, copy the ancients in manners, language, etc., D.H.Rh.10.7, Plu.2.558a.
German (Pape)
[Seite 364] sich altväterisch benehmen, die Alten in Sitten u. Sprache nachahmen, Plut. S. N. V. 13. Bei Clem. Alex. I, 21 p. 144 = ins Alterthum versetzen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχᾱΐζω: μέλλ. -ίσω, εἶμαι ἀρχαϊκὸς τοὺς τρόπους, μιμοῦμαι τοὺς ἀρχαίους κατὰ τὰ ἤθη ἢ τὴν γλῶσσαν κτλ., οὔκουν ἀρχαΐζειν ἂν δοκοίη ὁ τὰ ὁλιγάκις εἰρημένα ἀρχαίοις λέγων, ἀλλ’ ὁ τοῖς ἀεὶ λεγομένοις καὶ πανταχοῦ χρώμενος Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 10, 5, Πλούτ. 2. 558Α. ΙΙ. μεταβ. = παριστῶ τινα ὡς ἀρχαῖον, ἀρχαΐζειν τὸν Σάραπιν βουληθεὶς Κλήμ. Ἀλ. Προτρ. 43· ναὶ μὴν καὶ Τέρπανδρον ἀρχαΐζουσί τινες ὁ αὐτ. Στρώμ. 1. σ. 397, 20.