λεπτοκάρυον

Revision as of 10:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

[ᾰ], τό,

   A nut with a thin shell, = Ποντικόν, Id.1.125, cf. Gp.10.3.3, Gal.6.609, 12.15:—hence λεπτο-ύϊνος, = colurnus, Gloss.

German (Pape)

[Seite 30] τό, dünne Nuß, d. i. Haselnuß, Diosc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοκάρυον: τό, Ποντικὸν κάρυον, λεπτοκάρυον, κοινῶς «λεφτόκαρο», Τουρκ. «φουντοῦκι», Διοσκ. 1, 179, Γεωπ. 10. 3, 3.