παρηλλαγμένως
English (LSJ)
Adv., (παραλλάσσω)
A differently, strangely, Plb.15.13.6, D.S.14.112.
German (Pape)
[Seite 520] adv. part. perf. pass. von παραλλάσσω, verändert, auf ungewöhnliche Weise, Pol. 15, 16, 3 D. Sic. 14, 112 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρηλλαγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ παραλλάσσω, διαφόρως, ἀσυνήθως, Πολύβ. 15. 13, 6, Διόδ. 14. 112.