ον,
A thick-fleeced, Pi.P.4.161, App.Mith. 103.
[Seite 424] dicht-, langwollig, δέρμα κριοῦ Pind. P. 4, 161; κώδια App. Mithrid. 103.
βᾰθύμαλλος: -ον, πυκνόμαλλος, Πίνδ. Π. 4. 286, Ἀππ. Μιθρ. 103.