διενοχλέω
English (LSJ)
A annoy, τινί Ph.2.590, J.AJ9.3.1 (v.l.), Aristaenet.1.5: abs., Luc.Symp.14:—Pass., ὑπὸ τῶν πρακτόρων BGU830.8 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 619] fortwährend, sehr lästig fallen, τινά, Dem. 19, 329; Sp. oft τινί.
Greek (Liddell-Scott)
διενοχλέω: πολὺ ἐνοχλῶ, Διον. Ἁλ. 5. 9· τινι Ἰώσηπ. Ι. Α. 9. 3, 1, κτλ.