A shake up, stir up, Luc.Astr.29; τὴν ὀσφῦν Alciphr.1.39.
[Seite 206] aufrütteln, durch Schütteln in die Höhe bringen, Luc.; Alciphr. 1, 39.
ἀνασᾰλεύω: σαλεύω τι ἐκ τῆς θέσεώς του, μετακινῶ, λίθους ἀνασαλεύεσθαι, Λουκ. π. Ἀστρολογ. 29, κτλ.