στρεβλωτής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,= στρεβλωτήριον, Lat.
A eculeus, Gloss.
German (Pape)
[Seite 953] ὁ, der Folterer, Peiniger, Sp. – Auch = στρεβλωτήριον, Philoxen. gloss.
Greek (Liddell-Scott)
στρεβλωτής: -οῦ, ὁ, = στρεβλωτήριον, Γλωσσ.
οῦ, ὁ,= στρεβλωτήριον, Lat.
A eculeus, Gloss.
[Seite 953] ὁ, der Folterer, Peiniger, Sp. – Auch = στρεβλωτήριον, Philoxen. gloss.
στρεβλωτής: -οῦ, ὁ, = στρεβλωτήριον, Γλωσσ.