ἡμιμαθής
English (LSJ)
ές,
A half-learned, Philostr. VS2.5.4, Poll.6.160.
German (Pape)
[Seite 1168] ές, halbgelehrt, Philostr. v. soph. 2, 5, 4; Poll. 6, 160.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιμᾰθής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ πεπαιδευμένος, «μισογραμματισμένος», Φιλόστρ. 575, Πολυδ. Ϛ΄, 160.