καρυοβαφής

Revision as of 11:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές,

   A stained with walnut-juice, EM492.55, cf. Hsch. s.v. karuxr (ou=s) .

German (Pape)

[Seite 1331] ές, mit Nußschaalen schwarz gefärbt, E. M 492 E., Erklg von καρύκινος, man vermuthet καρυκοβαφής.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρυοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος διὰ βαφῆς παρασκευαζομένης ἐκ τῶν κελύφων χλωρῶν καρύων ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν αἱ γυναῖκες βάπτουσαι τὴν μέταξαν, ἴδε Δουκάγγ.