ον,
A = πάνσεμνος, A.Eu.637.
[Seite 464] = πάνσεμνος, ἀνήρ, Aesch. Eum. 607.
παντόσεμνος: -ον, = πάνσεμνος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 637.