ἐντροχάζω
English (LSJ)
A = ἐντρέχω, intervene, occur, κοινότητος ἐντροχαζούσης φωνῶν Demetr.Lac.Herc.1014.48, cf. 57,62 F., al. II exercise a horse in a ring, Hippiatr.33.
German (Pape)
[Seite 859] im Kreise laufen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντροχάζω: τρέχω ἐν κύκλῳ, ἐπὶ ἵππων, περιπατείτω καὶ ἐντροχαζέτω Ἱππιατρ. 111. 6.