ή, όν, (μῆκος)
A long, AP11.345, Nonn.D.9.260, al.
[Seite 171] (μῆκος, vgl. μακεδνός), lang; Pallads. (XI, 345); Nonn.
μηκεδᾰνός: -ή, -όν, (μῆκος) μακρός, Ἀνθ. Π. 11. 345, Συνεσ. Ὕμν. 3. 497.