γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
ἔντε: Λοκρ. ἀντὶ ἔστε, ἕως οὗ, Ἐπιγρ. παρὰ Hicks 87 ἔντε κα ζώωντι (= ἔς τ’ ἂν ζῶσι) Ἐπιγρ. Δελφῶν W. et F. 42· ἔντε κα ζώῃ αὐτόθι 407.