πρόθυσις

Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A base of an altar, Paus.5.13.9.

German (Pape)

[Seite 724] ἡ, der Fuß des Opferaltars, Paus. 5, 13, 9.

Greek (Liddell-Scott)

πρόθῡσις: ἡ, ἡ πρώτη κρηπὶς βωμοῦ, τοῦ βωμοῦ τοῦ ἐν Ὀλυμπίᾳ κρηπῖδος τῆς πρώτης, προθύσεως καλουμένης Παυσ. 5. 13, 9· Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 510.