σταχυοτόμος

Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ὁ, = Lat.

   A tribulum, Charis.p.554 K.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυοτόμος: -ον, ὁ κόπτων στάχυας σίτου, θερίζων, Γραμμ.· -σταχυοτομέω, θερίζω σῖτον, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρὸδ. Δ. 982. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.