συγκαταβατικός
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
German (Pape)
[Seite 964] ή, όν, herablassend, sich bequemend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταβᾰτικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, συγκαταβαίνων, ἐπιεικής, Ἰω. Χρυσόστ. τ. 4, σ. 148. - Ἐπιρρ. -κῶς, μὲ τρόπον συγκαταβατικόν, μετ’ ἐπιεικείας, Ὠριγέν. 1, 992, Καισάριος 908, κλπ.