ή, όν,
A wasting away, πόθος Sch.rec.A. Pers.59. II withered, γέρων Phryn.PSp.57 B.
μᾰραντικός: -ή, -όν, ὁ μαραίνων, πόθος Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 59. II. μεμαραμμένος, κατάξηρος, κατεσκληκώς, γέρων Α. Β. 32.