καμαρωτός
English (LSJ)
ή, όν (-ός, όν Erot.
A s.v. καμμάρῳ), vaulted, arched, Str.16.1.5; στέγη Callix.2; ἅρματα Ath.4.139f.
German (Pape)
[Seite 1316] gewölbt, bedeckt; στέγη Ath. V, 196 c; ἅρμα IV, 139 f; ψαλιδώματα Strab. XVI, 1.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμᾰρωτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., θολωτός, καὶ οἶκοι καμαρωτοὶ πάντες διὰ τὴν ἀξυλίαν Στράβ. 738· ὁ μετὰ καμαροειδοῦς στέγης, σκεπαστός, Ἀθήν. 139F, 196C.