Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
ἀκεκρυμμένως: μὴ κεκρυμμένως, φανερῶς, Γρηγόρ. Νύσσ. τόμ. 1. σ. 709.