ὑπερθορεῖν
English (LSJ)
ὑπερθετ-θορέομαι,
A v. ὑπερθρῴσκω.
German (Pape)
[Seite 1196] aor. II. zu ὑπερθρώσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερθορεῖν: -θορέομαι, ἴδε ὑπερθρώσκω.
ὑπερθετ-θορέομαι,
A v. ὑπερθρῴσκω.
[Seite 1196] aor. II. zu ὑπερθρώσκω.
ὑπερθορεῖν: -θορέομαι, ἴδε ὑπερθρώσκω.