τετραμέτρητος

Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ον,

   A containing four μετρηταί, Callix.2.

German (Pape)

[Seite 1098] vier μετρηταί haltend, Ath. V, 199 d.

Greek (Liddell-Scott)

τετραμέτρητος: ὁ χωρῶν τέσσαρας μετρητάς, τετρ. κρατῆρες Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 199Ε.