παρατηρητής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A observer, φύσεως D.S.1.16 ; scrutinizer, τῶν ξενικῶν βίων Dicaearch. 1.4.
German (Pape)
[Seite 503] ὁ, Beobachter, Bemerker, φύσεως D. Sic. 1, 16, u. a. Sp.; Aufseher, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρατηρητής: -οῦ, ὁ, ὁ παρατηρῶν, παραφυλάττων, Διόδ. 1. 16, Δικαίαρχος § 4.