ἑτερόκωφος

Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A deaf on one side, Cyrill. ap. Valck.Animadv. ad Ammon.p.65.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόκωφος: -ον, «ὁ τὴν ἑτέραν τῶν ἀκοῶν βεβλαμμένος», κωφὸς κατὰ ἓν οὖς, Κυρίλλ. Λεξικ.· - ἑτεροκωφέω, εἶμαι κωφὸς κατὰ τὸ ἕτερον οὖς, ἑτεροκωφῶν Ἑβδ. (Σειράχ ΙΘ΄, 27), ἀλλ’ ὁ Λοβέκ. ἐν Φρυν. 137 διορθοῖ ἐθελοκωφῶν. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 20.