πτερυγοτόμος

Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ,

   A instrument for this purpose, ibid., Paul.Aeg.6.18 (also -τόμον, τό, Hermes 38.283).

German (Pape)

[Seite 809] bei Paul. Aeg. ein Instrument, die πτερύγια im Augenwinkel aufzuschneiden.

Greek (Liddell-Scott)

πτερῠγοτόμος: ὁ, ἐργαλεῖον πρὸς ἀποτομὴν πτερυγίου (ΙΙ. 7), Παῦλ. Αἰγ. 6. 18· - πτερυγοτομία, ἡ, ἡ τοιαύτη ἐγχείρησις, Ἰατρικ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.