ἰσοπραξία
English (LSJ)
ἡ,
A a faring equally, like condition, Eust.662.35.
German (Pape)
[Seite 1266] ἡ, gleiches Befinden, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοπραξία: ἡ, ὁμοία κατάστασις, τὸ εὑρίσκεσθαι εἰς ὁμοίαν κατάστασιν, «διὰ τὴν ὁμοιότητα καὶ τὴν ἰσοπραξίαν τῶν ἔτι μαχομένων καὶ τὴν τοῦ τέλους ἀδηλίαν» Εὐστ. 662. 35.