ή, όν,
A with finger-like handles, ἔκπωμα Ion Trag.1, Didym. ap. Ath.11.468e.
[Seite 520] gefingert, ἔκπωμα Ion bei Ath. XI, 468 c, wo die Erkl. zu vgl.
δακτῠλωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων ὦτα ὅμοια δακτύλῳ, ἔκπωμα Ἴων κλ. παρ’ Ἀθην. 486C, κἑξ.