προδιομολογέομαι
English (LSJ)
A agree in allowing beforehand, Pl.Ti.78a, Arist. Top.108b15; π. τινί c. inf., D.C.38.14; π. ἵνα . . Id.62.21:—Pass., προδιωμολογημένα points conceded on both sides beforehand, v.l. for προσ- in Pl.Sph.241a; ἐκεῖνο προδιομολογείσθω Arist.EN1103b34; τούτου -ομολογηθέντος Ph.1.431.
Greek (Liddell-Scott)
προδιομολογέομαι: ἀποθ., συμφωνῶ ἐκ τῶν προτέρων, Πλάτ. Τίμ. 78Α, Ἀριστ. Τοπ. 1, 18, 6· π. τινι, μετ’ ἀπαρ., Δίων Κ. 38. 14· πρ. ἵνα... ὁ αὐτ. 62. 21. ― Παθ., προδιωμολογημένα, προσυμπεφωνημένα, Πλάτ. Σοφ. 241Α· ἐκεῖνο προδιομολογείσθω Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 2, 3. ― Ρημ. ἐπίθ., προδιομολογητέον, πρέπει τις νὰ παραδεχθῇ ἐκ τῶν προτέρων, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 3, 2.