δέννος
English (LSJ)
ὁ,
A reproach, prob. in Archil.65 (pl.), Hdt.9.107, Lyc.777 (pl.), Herod.7.104. II δεννόν· κακολόγον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 546] (δεινός?), ὁ, Beschimpfung, Schande, Her. 9, 107 u. sp. D., wie Lyc. 777.
Greek (Liddell-Scott)
δέννος: ὁ, λοιδωρία, κακολογία, ὕβρις, Ἡρόδ. 9. 107, Λυκ. 777.