ἰδέω
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
Greek (Liddell-Scott)
ἰδέω: Ἰων. ἀντὶ ἴδω, ὑποτακτ. τοῦ ἐνεργ. ἀορ. β΄ εἶδον. ΙΙ. Ἐπικ. ἀντὶ εἰδῶ, ὑποτ. τοῦ πρκμ. οἶδα, γινώσκω, Ἰλ. Ξ. 235 (διάφ. γραφ. εἰδέω ὡς δισύλλαβ.)