δίκρανος

Revision as of 11:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A two-headed, Parm.6.5.    II Subst. δίκρᾱνον, τό, pitchfork, δικράνοις ἐξωθεῖν Luc.Tim.12.    III δικράνους· τὰς τριόδους, Hsch.

German (Pape)

[Seite 629] zweiköpfig; τὸ δίκρανον, Zweizink, Gabel; δικράνοις ἐξωθεῖν τῆς οἰκίας, furca expellere, Luc. Tim. 12.

Greek (Liddell-Scott)

δίκρᾱνος: -ον, ὁ δύο ἔχων κεφαλάς, Παρμεν. 47 Karst.· ― δίκρᾱνον, τό, ὡς καῖ παρ’ ἡμῖν «δικρᾶνι», ξύλινον γεωργικὸν ἐργαλεῖον δύο ἔχον ὀδόντας ἢ χηλάς, δικράνοις ἐξωθεῖν, ὡς τὸ Λατ. furca expellere, Λουκ. Τίμ. 12.