δίκρανος
English (LSJ)
ον,
A two-headed, Parm.6.5. II Subst. δίκρᾱνον, τό, pitchfork, δικράνοις ἐξωθεῖν Luc.Tim.12. III δικράνους· τὰς τριόδους, Hsch.
German (Pape)
[Seite 629] zweiköpfig; τὸ δίκρανον, Zweizink, Gabel; δικράνοις ἐξωθεῖν τῆς οἰκίας, furca expellere, Luc. Tim. 12.
Greek (Liddell-Scott)
δίκρᾱνος: -ον, ὁ δύο ἔχων κεφαλάς, Παρμεν. 47 Karst.· ― δίκρᾱνον, τό, ὡς καῖ παρ’ ἡμῖν «δικρᾶνι», ξύλινον γεωργικὸν ἐργαλεῖον δύο ἔχον ὀδόντας ἢ χηλάς, δικράνοις ἐξωθεῖν, ὡς τὸ Λατ. furca expellere, Λουκ. Τίμ. 12.