Pass.,
A endure adversity with, τῷ λαῷ Ep.Hebr.11.25.
[Seite 964] pass., Ungemach mit leiden, Sp.
συγκᾰκουχέομαι: Παθ., πάσχω κακὰ μετά τινος, τινι Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ια΄, 25, Ἐκκλ.