σωματοτροφεῖον
English (LSJ)
τό,
A a place where slaves are kept, slave-depot, D.S. 34.2.
German (Pape)
[Seite 1060] τό, Ort, wo Sklaven gehalten werden, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοτροφεῖον: τό, τόπος ἔνθα ἐτρέφοντο ἢ ἐτηροῦντο δοῦλοι, Λατ. ergastulum, Διοδ. Ἐκλογ. 525, 78, 598. 75.