διασφετερίζομαι
English (LSJ)
A f.l. for σφετερίζομαι, Ph.2.130.
German (Pape)
[Seite 605] verstärktes simplex, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
διασφετερίζομαι: ἐπιτεταμ. σφετερίζομαι, Φίλων 2. 130.
A f.l. for σφετερίζομαι, Ph.2.130.
[Seite 605] verstärktes simplex, Philo.
διασφετερίζομαι: ἐπιτεταμ. σφετερίζομαι, Φίλων 2. 130.