τλάθυμος
German (Pape)
[Seite 1122] dor. = τλήθυμος, ἀλκά, Pind. N. 2, 15.
Greek (Liddell-Scott)
τλάθῡμος: -ον, Δωρικ. ἀντὶ τλήθυμος, «ἰσχυροκάρδιος» (Ἡσύχ.)· ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος Πινδ. Ν. 2, 15.
[Seite 1122] dor. = τλήθυμος, ἀλκά, Pind. N. 2, 15.
τλάθῡμος: -ον, Δωρικ. ἀντὶ τλήθυμος, «ἰσχυροκάρδιος» (Ἡσύχ.)· ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος Πινδ. Ν. 2, 15.