συνεπιθυμητής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one of the same desires, Pl.Clit.408c.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιθῡμητής: -οῦ, ὁ, ὁ συνεπιθυμῶν, ὁ τὸ αὐτὸ ἐπιθυμῶν, συνεραστής, Πλάτ. Κλειτοφ. 480D.
οῦ, ὁ,
A one of the same desires, Pl.Clit.408c.
συνεπιθῡμητής: -οῦ, ὁ, ὁ συνεπιθυμῶν, ὁ τὸ αὐτὸ ἐπιθυμῶν, συνεραστής, Πλάτ. Κλειτοφ. 480D.