λοιμότης
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A pestilent condition, LXX Es.8.13 (16.7).
Greek (Liddell-Scott)
λοιμότης: -ητος, ἡ, λοιμική, φθοροποιὸς κατάστασις, Ἑβδ. (Έσθ. (προσθ.) Ιϛ΄, 5).
ητος, ἡ,
A pestilent condition, LXX Es.8.13 (16.7).
λοιμότης: -ητος, ἡ, λοιμική, φθοροποιὸς κατάστασις, Ἑβδ. (Έσθ. (προσθ.) Ιϛ΄, 5).