συγκατοικτίζομαι
English (LSJ)
Med., fut. -ιοῦμαι,
A lament with or together, S. Tr.535.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατοικτίζομαι: Μεσ., κατοικτίζομαι, θρηνολογῶ ὁμοῦ, Σοφ. Τρ. 535.
Med., fut. -ιοῦμαι,
A lament with or together, S. Tr.535.
συγκατοικτίζομαι: Μεσ., κατοικτίζομαι, θρηνολογῶ ὁμοῦ, Σοφ. Τρ. 535.