ον,
A just married, κούρη IG14.1835, cf. Opp. H.4.179, Nonn.D.48.298, al.
[Seite 361] jüngst vermählt, Ep. ad. 729 a (App. 233); παστάς Nonn. D. 8, 190.
ἀρτίγᾰμος: -ον, πρὸ μικροῦ νυμφευθείς, νεόγαμος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 233, Ὀππ. Ἁλ. 4. 179.