πολυχανδής

Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές,

   A wide-yawning, capacious, Orph.Fr.56; ψυχῆς π. κόλπον Stud.Ital. (N.S.) 2.398 (Crete); κρωσσός Theoc.13.46; ὅλμος Nic.Th.951; λαιμός Nonn.D.11.162; νηδύς Q.S.1.527; σίμβλος Tryph.535: in late Prose, κοτύλη -εστέρα Them. Or.23.299c.

German (Pape)

[Seite 676] ές, viel fassend; ὅλμος, Nic. Th. 951; λαιμός, Nonn. D. 11, 162.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχανδής: -ές, ἐπὶ ὑδροφόρου ἀγγείου, τὸ πολὺ χωροῦν, πολυχανδέα κρωσσὸν Θεόκρ. 13. 46· ὅλμος Νικ. Θηρ. 951· κοτύλη πολυχανδεστέρα Θεμίστ. 299C. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυχανδέα· πολλὰ χωροῦσαν».