ξυλοφάγος

Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A eating wood, σκώληξ Str.12.7.3 ; cj. for ὑλο-in Ant.Lib.22.5.

German (Pape)

[Seite 281] Holz fressend, von Würmern, Strab. 12, 7, 3 u. oft.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ξύλα, εἶδος σκώληκος γινόμενος ἐν τοῖς στελέχεσι δένδρων, Στράβ. 570, Ἀντ. Λιβερ. 22. 2) ἐπώνυμον τοῦ Καφηρέως, ὡς καταστρέφοντος πλοῖα, Εὐδοκ. Μ. 321, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. σ. 69, κτλ.